βαβίζω

βαβίζω
(Μ βαβύζω)
γαβγίζω
νεοελλ.
1. βρίζω, κατηγορώ
2. μουρμουρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ηχομιμητική λ. βαβ*, που μιμείται το γάβγισμα του σκύλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βαβίζω — βαβίζω, βάβισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βαβίζω — ισα, γαβγίζω: Μη βαβίζεις σαν σκυλί που το δέρνουν! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαβίζει — βαβίζω pres ind mp 2nd sg βαβίζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάβισμα — το [βαβίζω] το γάβγισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”